Ο τρόπος που συγκροτήθηκε η ταυτότητα του φοιτητή, σε ολόκληρη της δύση αλλά και ειδικότερα στην ελλάδα, είναι πολύπλευρος και σύνθετος. Το ξέσπασμα της κοινωνικής έκρηξης του «68», η τότε ανασύνθεση και επίθεση της εργατικής τάξης, κυρίως η ήττα και η ενσωμάτωση της έκρηξης αυτής τα επόμενα χρόνια, έφεραν το φοιτητή, την ιδεολογική του λειτουργία στη ρύθμιση του ταξικού ανταγωνισμού αλλά και την υποκειμενικότητά του, σε ένα σταυροδρόμι φαινομενικά αντίθετων απόψεων και δοξασιών. Το σημείο σύμπτωσης ήταν ο έπαινος και ο θαυμασμός στα δήθεν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, την νεότητα και τη διανόηση του. Ο φοιτητής υμνήθηκε σταθερά από τους κάθε φορά θιασώτες του συστήματος, ως ο νέος επιστήμονας που αποκτώντας τα ανάλογα εφόδια θα φανεί ιδιαίτερα χρήσιμος στην πρόοδο της κοινωνίας (και σίγουρα χρησιμότερος από ένα κοινό εργάτη). Υμνήθηκε επίσης από τους διαφημιστές και γενικά από το εμπόρευμα, ως ο πιο επίκαιρος καταναλωτής. Ο φοιτητής όμως υμνήθηκε και από τους ορκισμένους εχθρούς του συστήματος. Στο ίδιο έδαφος της αναγνώρισης της νεότητας (που μετά το «68» απέκτησε αυτονόητα θετικό πρόσημο), και της διανόησης, ο φοιτητής θεωρήθηκε προνομιακός συντελεστής στην υπόθεση της επανάστασης. Μέχρι και ως το «επαναστατικό υποκείμενο» χαρακτηρίστηκε.
Από το πρώτο τεύχος αυτού του εντύπου θεωρήσαμε καθήκον μας να επιτεθούμε στην ταυτότητα του φοιτητή, να την αποδομήσουμε, να καταδείξουμε την λειτουργία της για την ευρυθμία του συστήματος. Η κριτική μας υπήρξε αναμφίβολα αποσπασματική. Ωστόσο έχουμε ένα άλλοθι γι' αυτήν την ασυνέχειά μας: το μονοπάτι που βαδίσαμε ήταν αν όχι απάτητο, σίγουρα χαραγμένο πρόχειρα και σε αδρές γραμμές. Γύρω από το φοιτητή έχουν ειπωθεί και γραφτεί μυριάδες απόψεις που εν πολλοίς αναδιατύπωναν την κυρίαρχη ιδεολογία. Η κριτική σπανίζει, και αυτό είναι ένα ακόμη σύμπτωμα της κρίσης. Ωστόσο μέσα από κείμενα όπως το «το επείγον της από-ασυλοποίησης» (τεύχος 1), το «το προϊόν φοιτητής» (τεύχος 2), το «το προϊόν φοιτητής σε κρίση» (τεύχος 3) και τη σειρά κειμένων για τον «εργάτη – φοιτητή» (τεύχος 4 και 5 αλλά και το κείμενο του παρόντος τεύχους 6), ανοίξαμε μέτωπο με την κυρίαρχη ιδεολογία προς δύο κατευθύνσεις. Αντιστρέφοντας τα χαρακτηριστικά του φοιτητή σε ανευθυνότητα, αφέλεια, καθήλωση στην παιδική ηλικία , αποκλεισμό από τον πραγματικό κόσμο, ομηρία στο κράτος και στην οικογένεια, λιγούρα για κάθε τελευταία (χρονικά και ποιοτικά) εκδοχή του εμπορεύματος, αγωνία για καριέρα, επιχειρήσαμε να δείξουμε ότι η ταυτότητα του φοιτητή είναι μια μέθοδος υπαγωγής ενός κομματιού της νεολαίας σε νόρμες πειθάρχησης στις εντολές του συστήματος. Από την άλλη επιμείναμε ότι χιλιάδες που είναι γραμμένοι σε κάποια σχολή της τριτοβάθμιας, δεν είναι ούτε ανάξιοι λόγου, ούτε ταξικοί εχθροί. Ορθά κοφτά ισχυριστήκαμε ότι οι φοιτητές έχουν αντικειμενικά όμοια συμφέροντα με αυτά του υπόλοιπου προλεταριάτου, ότι είναι προλετάριοι αντικειμενικά. Σημειώσαμε βεβαίως ότι στο περιβάλλον αποσύνθεσης – αλλοτρίωσης της εργατικής τάξης, οι φοιτητές πρωτοπορούν ως προς ένα αντεργατικό φανατισμό. Αναφερόμαστε βεβαίως στη σειρά κειμένων για τον «εργάτη – φοιτητή», της οποία σειράς το τελευταίο κείμενο θα εκθέσουμε παρακάτω. Εν πάσει περιπτώσει.
Οι δύο πιο πάνω παράγραφοι δεν είναι βεβαίως εισαγωγή στο τελευταίο κείμενο της σειράς «εργάτης – φοιτητής» αλλά ένας πρώτος απολογισμός του μέχρι τώρα εγχειρήματος αποδόμησης της ταυτότητας του φοιτητής. Ένας απολογισμός που δεν μπορεί να έχει άλλο τέλος πέρα από αυτό: έχουμε ακόμη πολύ δρόμο. Έχουμε ακόμη δρόμο για πολλούς λόγους αλλά και επειδή σκοπίμως οι παραπάνω αναλύσεις μας δεν είχαν στο κέντρο την κρίση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα υπάρχει λοιπόν συνέχεια.
Ο ΕΡΓΑΤΗΣ – ΦΟΙΤΗΤΗΣ:
ΟΙ ΤΑΞΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ
Έχουμε λοιπόν ήδη (στα δύο προηγούμενα τεύχη που καταπιάστηκαν με τον «εργάτη – φοιτητή») υποστηρίξει τα εξής. Ότι ο φοιτητής εργάζεται και ότι από την εργασία του αποσπάται υπεραξία, σύμφωνα με το νόμο της αξίας. Ότι από την εργασία του παράγεται ο κοινωνικοποιημένος, πειθαρχημένος, γνωστικά επαρκής και ειδικευμένος κατά τις εκάστοτε απαιτήσεις του κεφαλαίου εργάτης, παράγεται η κατάλληλη ανάλογα τις ανάγκες του κεφαλαίου εργατική δύναμη καταλήγοντας στο ότι ο φοιτητής εργάζεται για να παράγει τον εαυτό του σαν εργάτη. Ισχυριστήκαμε επίσης ότι η διαπίστωση περί της εργατικής υπόστασης του φοιτητή, έχει αξία εφόσον αναγνωρίσουμε (είτε εν δυνάμει είτε όχι) τους ταξικούς αγώνες του. Απέναντι σε αυτήν την πρόκληση, υποσχεθήκαμε τέσσερα τουλάχιστον μέτωπα ταξικού αγώνα των φοιτητών, σημειώνοντας ότι τα μέτωπα αυτά έχουν κατά καιρούς και σε κάποιες τους διαστάσεις ανοίξει, ανεξάρτητα του εάν οι φοιτητές τα αντιλαμβάνονταν ως μέτωπα ταξικού αγώνα. Έχουμε ήδη αναφερθεί (στο προηγούμενο τεύχος) στους αγώνες που αφορούν την καθιέρωση ή την αύξηση έμμεσου μισθού προκειμένου της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης του φοιτητή. Πρόκειται για τους αγώνες για δωρεάν σίτιση, στέγαση και μεταφορές. Αναφερθήκαμε επίσης σε αγώνες προκειμένου να πέσει η νόρμα εργασίας. Εξηγήσαμε ότι «η απαίτηση για μείωση ή και απλοποίηση της εξεταστέας ύλης, το αίτημα για μείωση των υποχρεωτικών μαθημάτων, οι προσπάθειες για να γίνουν λιγότερο απαιτητικές οι εξετάσεις και να αυξηθεί το ποσοστό των επιτυχόντων, είναι αντικειμενικά ταξικοί αγώνες. Ο εργάτης – φοιτητής με τον ίδιο μισθό (που στην περίπτωσή μας είναι από ελάχιστος έως μηδαμινός) αγωνίζεται για να μειωθούν οι ώρες και η ένταση εργασίας του, για να πέσει η νόρμα». Μας μένουν λοιπόν δύο ακόμη παραδείγματα μετώπων ταξικού αγώνα. (Ένα γενικό σχόλιο που επίσης υποσχεθήκαμε δε θα το κάνουμε εδώ. Αλλά δε θα το ξεχάσουμε κιόλας).
ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ – ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ / ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕΙΣ ΤΩΝ «ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ» ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ – ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ
Ένα παραδοσιακό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν τα αφεντικά είναι το εξής: Από τη μία έπρεπε (και πρέπει) να οργανώσουν την παραγωγική μονάδα που διέθεταν με τρόπο που αφενός να επιτρέπει τη μέγιστη δυνατή παραγωγή εμπορευμάτων, τη μέγιστη δυνατή κατανάλωση εργατικής δύναμης, τη μέγιστη δυνατή απόσπαση υπεραξίας. Έπρεπε (και πρέπει) μάλιστα να οργανώσουν την παραγωγή συγχρόνως με ένα τρόπο που να ήλεγχαν τον εργάτη, τις αντιστάσεις του, με ένα τρόπο που να κατέστειλαν ή να μετρίαζαν τον ανταγωνισμό του. Από την άλλη τα αφεντικά, ως κάτοχοι του κεφαλαίου που δεν εμπλέκονται στην εργασιακή διαδικασία, συχνά αντιμετωπίζουν την παραγωγή ως μια tera incognita. Η άγνοιά τους για το πώς παράγονται τα προϊόντα, ή ανάποδα η αποκλειστική γνώση εκ μέρους των εργατών περί της παραγωγής, η ονομαζόμενη κάποτε «τέχνη», υπήρξε και το βασικό όπλο του εργάτη «μάστορα» στην πάλη του με τα αφεντικά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Με όπλο τη γνώση – «τέχνη» του, ο εργάτης «μάστορας» έστηνε μόνος του την μονάδα παραγωγής με κριτήριο όμως όχι απλώς την παραγωγή προϊόντων, αλλά και τον εκ μέρους του έλεγχο της έντασης εργασίας. Αυτή ωστόσο η επιτυχία του εργάτη – «μάστορα», δεν ήταν ατομική υπόθεση. Πάνω στο προνόμιο της αποκλειστικής γνώσης, ο εργάτης «μάστορας» συλλογικοποιούνταν, για το κοινό συμφέρον του. Κατόρθωνε έτσι να διευρύνει το έλεγχό του, όχι μόνο επί του στησίματος της μονάδας παραγωγής, όχι μόνο επί των ζητημάτων της έντασης και της έκτασης της εργασίας αλλά και επί ζητημάτων που βρίσκονται στον πυρήνα του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Ποιους και πόσους εργάτες θα προσλάβει, πότε θα τους προσλάβει, αν και πότε έχει δικαίωμα να απολύσει!
Πάνω στο μείζον ζήτημα του εργατικού ελέγχου τα αφεντικά ασχολήθηκαν συστηματικά. Χάρις τις καινοτομίες του Ford και του Taylor (και μέσα στο περιβάλλον του κράτους του Keyns), τα αφεντικά πέτυχαν να σπάσουν την «τέχνη» του μάστορα και να στήσουν μία καινούργια μονάδα παραγωγής με τον μεταφορά – αλυσίδα στο κέντρο. Πέτυχαν επίσης να δημιουργήσουν μία νέα φιγούρα εργάτη που στοιχιζόταν γύρω από τον μεταφορέα, τον εργάτη – μάζα. Εν τέλει, με όλα τα παραπάνω, πέτυχαν να επανακτήσουν σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο της παραγωγής και να διευρύνουν κατά τούτο, το διευθυντικό τους δικαίωμα. Προσωρινά! Ο εργάτης παρέμενε ξανά μόνος στην παραγωγή και οι μηχανές των αφεντικών (μαζί με τους -λόγω της φύσης του επαγγέλματος τους- ηλίθιους επιστάτες τους) δεν έφταναν για να τον ελέγξουν και να τον αποκλείσουν από την γνώση. Οι εργάτες γνώριζαν και πάλι αποκλειστικά όχι απαραίτητα πώς κινείται η αλυσίδα αλλά πώς μπορεί να σαμποταριστεί – σταματήσει. Συλλογικοποιούμενοι πάνω σε αυτή τη δυνατότητα, οι εργάτες έπρεπε τώρα να αναμετρηθούν και να ξεπεράσουν τον επίσημο συνδικαλισμό που πριμοδοτούμενος από την εργοδοσία αναλάμβανε να τους καναλιζάρει. Εν μέρει και για κάποιες δεκαετίες τα κατάφεραν. Για να επιστρέψουν τα αφεντικά με μία νέα αναδιάρθρωση της παραγωγής, με μια νέα κωδικοποίηση της γνώσης, με μία δημιουργία μίας νέα φιγούρας εργάτης, με μία αλλαγή των συσχετισμών υπέρ τους. Ο εργατικός έλεγχος ωστόσο βρισκόταν και βρίσκεται στο κέντρο. Θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε παρακάτω, αναλογίες του εργατικού ελέγχου με τον φοιτητικό έλεγχο στο εργοστάσιο της εκπαίδευσης.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι φοιτητές (στο παρελθόν κυρίως) έχουν επιχειρήσει συλλογικά να ασκήσουν έλεγχο επί της λειτουργίας των σχολών τους. Θα πρέπει βεβαίως να διευκρινίσουμε ότι της άσκησης του ελέγχου που κάνουμε λόγο (ή έστω της απόπειράς του) προηγείται η συλλογικοποίηση μέρους των φοιτητών και ο με κάποιος τρόπος ορισμός των συμφερόντων τους σε αντίθεση με τα συμφέροντα της διοίκησης του πανεπιστημίου. Αυτή η αντίθεση των συμφερόντων (ή καλύτερα και αυτή η αντίθεση) είναι που διακρίνει τον φοιτητικό έλεγχο από την συνδιαχείριση των παρατάξεων.
Κατευθείαν στα βαθιά. Είδος τέτοιου φοιτητικού ελέγχου είναι οι κατά καιρούς ενστάσεις – απαιτήσεις των φοιτητών για το περιεχόμενο και τον τρόπο διδασκαλίας. Τέτοιου είδους ωστόσο ενστάσεις – απαιτήσεις, προϋποθέτουν ένα κατεκτημένο κεφάλαιο γνώσης που το πιθανότερο είναι να μην έχει αντληθεί από κάποια προηγούμενη βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά από τον κόσμο εκτός εκπαίδευσης (και σίγουρα έξω από αυτό που έχουμε ονομάσει «πανεπιστημιακή γυάλα»). Σε κάποιες περιπτώσεις ένας τέτοιου είδους έλεγχος επί της διδασκαλίας, έχει εγκαλέσει τους καθηγητές προκειμένου να παρέχουν πιο έγκυρη γνώση που να ανταποκρίνεται στην αγορά εργασίας και από αυτήν την άποψη η όλη ενέργεια ελέγχου μπορεί να κρύβει μπόλικο μικροαστισμό (αν και αυτό δεν είναι καθόλου απαραίτητο). Αλλά είναι πάμπολλες οι περιπτώσεις ελέγχου του τρόπου διδασκαλίας και της διδακτέας ύλης πάνω σε μια ευθέως πολιτική βάση. Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν και αυτά μεγάλη ιστορία επί του ζητήματος. Η αποχουντοποίηση στα μέσα και στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια από τα κάτω κίνηση ξεδοντιάσματος του συστήματος που συνέχιζε να στελεχώνεται με τα ίδια πρόσωπα και να διακρίνεται από τις ίδιες μεθόδους τόσο στη διάρκεια της επταετίας, όσο και μετά από αυτήν, συγκλόνισε τα πανεπιστήμια. Οι φοιτητές έστειλαν σπίτια τους διάφορους καθηγητές με χουντικό παρελθόν (διάφοροι ωστόσο επιβίωσαν και διδάσκουν ακόμη!), διαμαρτυρήθηκαν γιαούρτωσαν ή καθαίρεσαν στο όνομα της δικής τους αντι – εξουσίας διαφόρους επίσης καθηγητές που ξεπερνούσαν τα όρια αυστηρότητας ή αυθαιρετούσαν εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους, υπέδειξαν τρόπους που ήθελαν να γίνεται το μάθημα, επέβαλλαν τη συμμετοχή τους (κάτι που τότε ήταν πρωτοπόρο και ριζοσπαστικό), έκριναν το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης διαγράφοντας όσα κατά τη γνώμη τους απηχούσαν αντιδραστικές ιδέες και μεθόδους, επέβαλλαν νέους τρόπους εξέτασης, ακύρωσαν πειθαρχικούς κώδικες και εσωτερικούς κανονισμούς ανακαλώντας αποφάσεις περί διαγραφής συμφοιτητών τους. Ανεξάρτητα του εάν αυτοί οι αγώνες κατέληξαν να εκσυγχρονίσουν το εκπαιδευτικό σύστημα προς όφελος των αφεντικών, ανεξάρτητα από το ότι διάφοροι από τους πρωτοστάτες τέτοιων κινημάτων ανέλαβαν γρήγορα πόστα εξουσίας, ο φοιτητικός έλεγχος εκείνη την εποχή είχε λόγο (και μάλιστα κάποιες φορές είχε τον πρώτο λόγο) σε ζητήματα που αφορούσαν ακόμη και τον σκληρό πυρήνα του πανεπιστημίου.
Αλλά ο φοιτητικός έλεγχος δεν αφορά μόνο τον τρόπο και τη μέθοδο διδασκαλίας. Φοιτητικός έλεγχος είναι και η εναντίωση στην επιτήρηση των καθηγητών, ειδικά κατά τη διαδικασία της εξέτασης (και εδώ είναι πολλά και τα πρόσφατα παραδείγματα). Φοιτητικός έλεγχος είναι και ο έλεγχος των λειτουργιών του πανεπιστημίου πέραν της διδασκαλίας, η εναντίωση σε προγράμματα που τρέχει, σε έρευνες που διεξάγει, σε εγκαταστάσεις που περιέχει στους χώρους του, στις εργολαβίες που αναλαμβάνει για λογαριασμό του στρατού, των εταιρειών κτλ. Έλεγχος επίσης είναι η άποψη για το πώς πρέπει να είναι οι χώροι του πανεπιστημίου (για παράδειγμα με τοίχους γραμμένους με συνθήματα), οι καταλήψεις χώρων μέσα στα πανεπιστήμια, οι καταλήψεις πανεπιστημιακών κτηρίων γενικώς. Το προτέρημα των φοιτητών έναντι των καθηγητών έχει και εδώ μια αναλογία με το εργοστάσιο. Οι φοιτητές είναι οι μόνιμοι «κάτοικοι» του πανεπιστημίου, έχουν την δυνατότητα να γνωρίζουν την χωροταξία και τη λειτουργία του πανεπιστημίου καλύτερα από τους καθηγητές τους…
Ακριβώς επειδή ο φοιτητικός έλεγχος είναι ένα ζήτημα με ιστορία, είναι με κάποιο τρόπο θεσμοθετημένος μέσω του συλλόγου των φοιτητών, των παρατάξεων κτλ. Πρόκειται για την πρόταση μεσολάβησης του ανταγωνισμού των φοιτητών, ενσωμάτωσής τους κατά τις απόψεις των διοικούντων και ακόμη πιο πέρα μια πρόταση συνδιαχείρισης και συνδιοίκησης των ιδρυμάτων πάνω όμως όχι σε μια αντίθεση συμφερόντων αλλά σε μια κοινότητα συμφερόντων. (Αυτό μάλιστα το έδαφος κοινότητας και όχι αντίθεσης συμφερόντων, το είχαμε εντοπίσει και στο «κίνημα» φοιτητών – καθηγητών ενάντια στα ΚΕΣ – Κολλέγια). Έχουμε μιλήσει κάμποσες φορές στο παρελθόν για τις παρατάξεις και το ρόλο τους. Εδώ θα αρκεστούμε στο προφανές (μολονότι μείζον): ο φοιτητικός ανταγωνιστικός έλεγχος που κάνουμε λόγο οφείλει να προσπερνά και να στρέφεται εναντίον των παρατάξεων.
ΣΑΜΠΟΤΑΖ – ΑΥΤΟΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ
Θα μπορούσαμε να γράψουμε κάμποσες σελίδες κάτω από τον τίτλο σαμποτάζ και αυτοαξιοποίηση στο πανεπιστήμιο και στην τριτοβάθμια. Δεν θα το κάνουμε (ανάμεσα σε άλλα) γιατί ήδη μιλώντας για μέτωπα του ταξικού ανταγωνισμού των φοιτητών έχουμε αναφερθεί σε μορφές σαμποτάζ και αυτοαξιοποίησης. Ας ξεκαθαρίσουμε όμως τις έννοιες.
Το σαμποτάζ – αυτοαξιοποίηση είναι ένα πολιτικό σχήμα που πρότειναν οι ιταλοί αυτόνομοι προκειμένου να αναλύσουν τον ταξικό ανταγωνισμό. Η εργατική αρνητικότητα είναι σε πρώτο πλάνο. Το σαμποτάζ περιλαμβάνει την καταστροφή, την άρνηση, την μάχη. Είναι οι μορφές επιθετικότητας των προλεταρίων απέναντι στους θεσμούς, στις σχέσεις και στα πράγματα του κεφαλαίου. Στην αυτοαξιοποίηση οι σχέσεις και τα πράγματα δεν γίνονται απλώς αντικείμενο επίθεσης. Εδώ οι σχέσεις και τα πράγματα απαλλοτριώνονται. Η χρήση και η λειτουργία τους μεταστρέφεται προς όφελος των συμφερόντων, των αναγκών και των επιθυμιών των προλεταρίων. Η γνώση, οι μηχανές και η τεχνολογία τους, ακόμη και δεσμευμένος από τη μισθωτή εργασία χρόνος, κλέβεται από το προλεταριάτο και αξιοποιείται στη μάχη του με τα αφεντικά. Προσοχή, η αυτοαξιοποίηση δεν είναι εναλλακτισμός, δεν είναι οργάνωση αναγκών και επιθυμιών έξω από την ταξική πάλη (πράγμα που κατά τη γνώμη δεν μπορεί να συμβεί). Η αυτοαξιοποίηση είναι μέρος της ταξικής πάλης.
Παραδείγματα σαμποτάζ στο πανεπιστήμιο και εκ μέρους των φοιτητών, μπορεί κανείς να φέρει πολλά στο μυαλό του. Από το γράψιμο συνθημάτων στους πανεπιστημιακούς τοίχους έως το «σπάσιμο» μαθημάτων και εκδηλώσεων του πανεπιστημίου και ακόμη ως τις καταλήψεις που «παγώνουν» τη λειτουργία του πανεπιστημίου (προφανώς οι καταλήψεις εμπλέκονται και με την αυτοαξιοποίηση).
Θα σταθούμε λίγο παραπάνω στην αυτοαξιοποίηση. Είναι γνωστό (και έχει γραφτεί και εδώ) ότι το πανεπιστήμιο παρέχει γνώση (τη γνώση που αντιλαμβάνεται και εγκρίνει η αστική τάξη) στους φοιτητές, προκειμένου να στελεχώσει την παραγωγική μηχανή του καπιταλισμού (γενικά). Πρόκειται λοιπόν για γνώση που παρέχεται με τους όρους των αφεντικών και τελικά προς το συμφέρον τους. Αυτή τη γνώση συνέβη πολλές φορές οι φοιτητές να την υποκλέψουν, να την επεξεργαστούν και να την χρησιμοποιήσουν προς όφελος των προλεταριακών συμφερόντων. Γνώση που κατόπιν επεξεργασίας χρησιμοποιήθηκε όχι για την αναπαραγωγή της ιδεολογίας των αφεντικών αλλά για τη διάλυση της. Γνώση που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να «στηθούν» και να λειτουργήσουν υποδομές του κινήματος. Γνώση που κατόπιν επεξεργασίας χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να αμφισβητηθεί η ίδια η αυθεντία του πανεπιστημίου (με εγχειρήματα αντι – μαθημάτων να είναι χαρακτηριστικά για αυτήν την περίπτωση).
Αλλά βέβαια συνέβη και συμβαίνει η αυτοαξιοποίηση των εγκαταστάσεων και των μηχανών του πανεπιστημίου. Προφανώς δεν αναφερόμαστε σε ατομικό καβάτζωμα μηχανημάτων (στο οποίο, το ξαναλέμε, πρωτοστατούν οι καθηγητές και οι βοηθοί τους και όχι οι κατά καιρούς καταληψίες των ιδρυμάτων). Λέμε λοιπόν τα απλά και προφανή: χρήση των αιθουσών των ιδρυμάτων για να συνελεύσεις – συζητήσεις και εκδηλώσεις του κινήματος. Καταλήψεις χώρων μέσα στο πανεπιστήμιο για να στεγάζονται κινηματικά εγχειρήματα. Αλλά και χρήση των μηχανών του, ειδικά στις περιπτώσεις των καταλήψεων (φωτοτυπικά, προτζέκτορες κτλ).
Σημειώνουμε τέλος ως είδος φοιτητικού ελέγχου που μπορεί να αυτοαξιοποιηθεί το επονομαζόμενο άσυλο. Και σταματάμε εδώ.
Outsider Τεύχος 6