Κατειλημμένο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ, 18 Νοέμβρη 2009
Το να είσαι Πρόεδρος του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια είναι σαν να είσαι διευθυντής ενός κοιμητήριου: υπάρχουν πολλοί άνθρωποι κάτω από σένα, αλλά κανείς τους δεν ακούει.
Ο Πρόεδρος του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια Μαρκ Γιούντοφ [1]
Το κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία, η οποία, σαν βρικόλακας, ζει μόνο ρουφώντας τη ζωντανή εργασία.
Καρλ Μαρξ [2]
Η πολιτική είναι θάνατος που ζει μια ανθρώπινη ζωή.
Ακίλε Μμπέμπε [3]
Ναι, πάρα πολύ σαν κοιμητήριο. Μόνο που εδώ δεν υπάρχουν ούτε μοιρολόγια, ούτε προσευχές, παρά μόνο η επανειλημμένη δοκιμασία των ορίων της αντοχής μας απέναντι στο άγχος, τον εξευτελισμό και τα χρέη. Μέσα στην αίθουσα του σχολείου, όπως και του πανεπιστήμιου, όπως και του χώρου εργασίας, όπως και του κράτους, όπως και της οικονομίας, γίνεται η διαχείριση του κοινωνικού μας θάνατου, καθώς μεταφράζονται αυτά που κάποτε μάθαμε στο σχολείο, στη δουλειά, στο σπίτι μας μέσα σε μια ακαδημαϊκή φρασεολογία και σ’ αποδεκτές μορφές κοινωνικών αντιθέσεων.
Ποιος ήξερε ότι πίσω από όλη αυτή τη δημόσια σφαίρα (τις εκλογικές εκστρατείες, τους αντιπρόσωπους των φοιτητικών συλλόγων, τους γραφειοκράτες διευθυντές, τους δημοσιο-σχετίτες υπάλληλους, τις Σπουδές Ειρήνης και Σύγκρουσης, [4] μέχρις αηδίας) υπήρχε τόσος πολύς κοινωνικός θάνατος; Ποιες θέσεις υποστηρίζουμε για να διεκδικήσουμε την αντιπροσώπευση, ποια όρια υποθέτουμε, ποιες επιθυμίες αποτάσσουμε;
Κι αυτή τη στιγμή της κρίσης, μας ζητούν να πιεσθούμε τόσο ώστε να μπορούν να μας ακούσουν. Εκκλήσεις προς την Κυβέρνηση, τηλεφωνήματα στους βουλευτές –ακόμη κι ο πρύτανης [5] μας συγχαίρει με πατροναριστικό τρόπο για τη φοιτητική απεργία στις 24 Σεπτέμβρη, παρουσιάζοντας τη σημασία και τη δυναμική του κινήματός μας σαν να επρόκειτο για ένα κίνημα απλώς ενάντια στις ακολουθούμενες πολιτικές της κυβέρνησης. Επεκτείνει το θεσμικό κύρος του, για να συμπεριλάβει και το κίνημα. Όταν οι φοιτητές αρχίζουν να κάνουν ολονύχτιες καταλήψεις των βιβλιοθηκών, καθώς δοκιμάζουν να κάνουν τα πρώτα νηπιακά βήματά τους σαν ένα αυτόνομο κίνημα, αυτός επιχειρεί να μας χαλιναγωγήσει με ξαφνικές εξαγγελίες για τη χρηματοδότηση των βιβλιοθηκών. Επιχειρεί να διαχειρισθεί το κίνημα, να θανατώσει το κίνημα, ανακατευθύνοντάς το μέσα στην εκλογική διαδικασία. Διαχειρίζεται τον κοινωνικό μας θάνατο. Προσβλέπει στη μετατόπιση των αγώνων μας πάνω στο δικό του έδαφος, για να εγκωμιάσει μια εισήγησή του, για να κερδίσει κάτι –αυτός κι οι δικοί του προσβλέπουν στην εξάντλησή μας.
Αυτός κι οι δικοί του προσβλέπουν στην αναπαραγωγή της λογικής της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, την ασφαλιστική δικλείδα του πανεπιστήμιου, που μας βυθίζει μέσα σε μια άβυσσο, όπου οι ιδέες είναι τα απειροελάχιστα ίχνη του ουρανού –δηλαδή, όπου το νόημα ξεκόβεται από τη δράση. Ας μιλάμε αδιάκοπα για τους αγώνες, αλλά πάντα μόνο σε σχέση με τη διαχειρισμένη μορφή τους: να διαβουλευόμαστε αέναα πάνω σε μια αποκομμένη ουσία –κι όταν φθάσουμε να ψηλαφίζουμε τα σύνορα αυτής της μορφής, τότε αυτά αμέσως ανασχηματίζονται, για να μας συμπεριλάβουν μέσα τους: τα συγχαρητήρια του πρύτανη, το ξανάνοιγμα των βιβλιοθηκών, οι χειραγωγημένες γενικές συνελεύσεις– δεν υπάρχει εδώ κανένας αγώνας ενάντια στις πανεπιστημιακές αρχές, μόνο η επέκτασή τους.
Έτσι, περνά κάθε μέρα, με τις πανεπιστημιακές αρχές να μοχθούν να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά των φοιτητών –κάτι που συμβαίνει ασταμάτητα, δεν το δίνουμε σημασία, ούτε που μας νοιάζει. Έχει γίνει κάτι το μπανάλ, κάτι που δεν αξίζει να το συλλογιζόμαστε. Τόσο πολύ που έχουμε καταντήσει να συσσωρεύουμε τις μέρες: ένα εξάμηνο, δυο εξάμηνα, πόσο κοντά είναι να γίνει αυτό ή εκείνο, πόσο μακριά; Η συσσώρευση αυτή αποτελεί την κοινή μας ιστορία. Η συσσώρευση αυτή –που κάθε τόσο και λιγάκι διακόπτεται, παραβιάζεται από κάποιο ξεσηκωμό, από κάποια άγρια διαδήλωση, από κάποιο αξέχαστο πήδημα, από την ακαταμάχητη χαρά της ζωής, από κάποια συγκλονιστικά χτυποκάρδια– είναι μια άφωνη, αλλά λαχταριστή, μορφή ζωής. Μια νεκρή, αλλά αεικίνητη και σπαρταριστή μορφή ζωής.
Ναι, το πανεπιστήμιο κλέβει κι ομογενοποιεί το χρόνο μας, τους τραπεζιτικούς λογαριασμούς μας, αλλά ακόμη κλέβει κι ομογενοποιεί και τα νοήματα. Στο βαθμό που το κεφάλαιο επενδύεται στην οικοδόμηση ενός φονικού μηχανισμού στο εξωτερικό των ΗΠΑ κι ενός ποινικού μηχανισμού, που εποπτεύει τα ιδρύματα των φυλακών μέσα στην Καλιφόρνια, παρόμοια εδώ στο πανεπιστήμιο, επενδύεται σ’ ένα μηχανισμό για τη διαχείριση του κοινωνικού θάνατου. Φυσικά, ο κοινωνικός θάνατος είναι απλώς η πηγή της εξουσίας, ο γεννήτορας, τηςδημόσιας ζωής μαζί με τα λόγια για τις μεταρρυθμίσεις, την υπευθυνότητα, την ενότητα. Επομένως, είναι μια ‘ζωή,’ που χρησιμοποιείται κυρίως σαν μηχανισμός δημόσιων σχέσεων για τον θάνατο: με τα φλύαρα συνθήματά της για την ελευθερία και τη δημοκρατία, που είναι προορισμένα να συγκαλύψουν τα αίσχη και τη σαπίλα, μέσα στις οποίες πατούν τα πόδια μας. Ναι, το πανεπιστήμιο είναι ένα νεκροταφείο, αλλά επίσης είναι κι ένα εργοστάσιο: ένα εργοστάσιο νοημάτων, που παράγει τη δημόσια ζωή και ταυτόχρονα παράγει και τον κοινωνικό θάνατο. Ένα εργοστάσιο, που παράγει τη ψευδαίσθηση ότι τα νοήματα κι η πραγματικότητα μπορούν να διαχωριστούν. Το οποίο αναπαραγάγει παντού έναν κενό αντιδραστικό τρόπο συμπεριφοράς των φοιτητών, που στηρίζεται πάνω στις αξίες της ζωής (την ταυτότητα), της ελευθερίας (την εκλογική πολιτική) και της ευτυχίας (την ιδιωτική περιουσία). Παντού οι ίδιες ιδιότροπες ιδέες για το μέλλον. Παντού η δημοκρατία. Παντού ο λόγος, ο οποίος επιχειρεί να διαπλάσει τις επιθυμίες μας και τα βάσανά μας μ’ έναν τρόπο, που να είναι αποδεκτός από το εκλογικό σύστημα, ένας λόγος, ο οποίος είναι σχεδιασμένος έτσι ώστε να μετατρέπει τις στιγμές της συλλογικής μας ύπαρξης μέσα στο πανεπιστήμιο σ’ ένα σύνολο κοινότοπων κι άκαρπων επιδιώξεων.
Μια πλήρης διαχείριση του θάνατου. Μια μηχανή που διαχειρίζεται τον θάνατο, που πολλαπλασιάζει τις τεχνολογίες του θάνατου. Όπως κι αλλού, τα πράγματα εξουσιάζουν. Τα νεκρά αντικείμενα εξουσιάζουν. Μ’ αυτή την έννοια, έχει λίγη σημασία με ποιο προσωπείο παρουσιάζεται κανείς στο πανεπιστήμιο –με του Γιούντοφ ή κάποιου άλλου λακέ. Αυτές όλες είναι κυρίως οι προσωποποιήσεις της εξουσίας των νεκρών, των συμπράξεων των επενδύσεων, των κτιρίων, των ροών των υλικών μέσα κι έξω από το φυσικό χώρο του πανεπιστήμιου –με την κάθε μια τους να αποτελεί το προϊόν μιας εκμετάλλευσης– οι οποίες επιδιώκουν να απορροφήσουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς μας, ψηλότερα δίδακτρα, περισσότερη ενέργεια. Το πανεπιστήμιο είναι μια μηχανή, που θέλει να αναπτύσσεται, να συσσωρεύει, να επεκτείνεται, να απορροφά όλο και περισσότερη ζωή μέσα στα γρανάζια των αλλόκοτων και διεστραμμένων μηχανισμών του: ερευνητικά κέντρα ψηλής τεχνολογίας, νέα γήπεδα και συμπλέγματα γραφείων. Και σ’ αυτή την κρίσιμη συγκυρία, ο μόνος τρόπος να μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται είναι μέσω μιας εντατικότερης εκμετάλλευσης, με ψηλότερα δίδακτρα, με μέτρα λιτότητας για εκείνες τις σχολές, που αποτυγχάνουν να περάσουν το τεστ της ‘καταλληλότητας.’
Αλλά κι οι ‘ακατάλληλες’ σχολές έχουν το δικό τους μερίδιο. Με τα καθαρά τους ‘κίνητρα’ για την απόκτηση της γνώσης για τη γνώση διαιωνίζουν την τυφλή αδράνεια εκείνων των νοημάτων, που είναι φαινομενικά αποσυνδεδεμένα από το κοινωνικό τους πλαίσιο. Καθώς το πανεπιστήμιο καλλιεργεί μια στενή σχέση με το κεφάλαιο, τον πόλεμο και την εξουσία, όλοι αυτοί οι επιστημονικοί λόγοι και τα επιστημονικά προγράμματα παίζουν το δικό τους ρόλο, ιδιοποιούμενα πολιτικά το ριζοσπαστικό δυναμικό, που περιέχουν. Έτσι, παρακολουθούμε μια σειρά από πανεπιστημιακές διαλέξεις για το πώς ο ‘λόγος’ παράγει τα ‘υποκείμενα,’ στις οποίες παραβλέπεται το προφανέστατο γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι παραγόμαστε απ’ αυτόν το λόγο για το λόγο, ο οποίος μας αφήνει να πιστεύουμε ότι μόνο τα λόγια έχουν σημασία, τα λόγια για τα λόγια που έχουν σημασία. Το πανεπιστήμιο ευχαρίστως επιτρέπει τις επισφαλείς διαλέξεις πάνω στην βιο-εξουσία, πάνω στην παραγωγή της φυλής και του φύλου, πάνω στην πραγμοποίηση και τον φετιχισμό των εμπορεύσιμων αγαθών. Μια μικρή γεύση του δηλητήριου κάνει καλά τη δουλειά του εμβόλιου κατά του συγκρουσιακού ριζοσπαστισμού. Και στο μεταξύ, η εξουσία υφαίνει τα αόρατα δίκτυα, που περικλείουν κι εξουδετερώνουν κάθε σκέψη και δράση, τα οποία φυλακίζουν την επανάσταση μέσα σε βιβλία, μέσα σ’ αίθουσες διαλέξεων.
Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να μιλάμε τη γλώσσα της αλήθειας με την εξουσία, όταν η εξουσία είναι αυτή που ορίζει την αλήθεια. Το πανεπιστήμιο είναι όντως ένα νεκροταφείο. Το νεκροταφείο των καλών νεοφιλελεύθερων προθέσεων, της αξιοκρατίας, των ευκαιριών, της ισότητας, της δημοκρατίας. Εδώ, η παράδοση όλων των νεκρών γενεών γίνεται ένας εφιάλτης μέσα στο μυαλό των ζωντανών. Μπολιάζουμε τη σάρκα μας, την εργασία μας, τα χρέη μας με τις θεμελιώδεις αρχές αυτού ή εκείνου του κοινωνικού στερεότυπου. Στα σεμινάρια, στις διαλέξεις, στα δοκίμιά μας αποτίουμε φόρους τιμής στα πανεπιστημιακά φαντάσματα, τα φαντάσματα όλων εκείνων που έχουν αποκλειστεί –τους εξαθλιωμένους, τους κυνηγημένους, τους φυλακισμένους, όλους αυτούς που το σύστημα τους έχει πηδήξει. Τους εγκαλούμε και τους εξοστρακίζουμε μέσα σε λίγες μεστές νοημάτων φράσεις και σε κάποια ερευνητικά προγράμματα, μαζί με τους τίτλους των βιβλίων τους και τις αναφορές τους. Αυτή είναι η γοτθική βαρβαρότητά μας –είμαστε τόσο μακάβρια συνειδητοποιημένοι, έχουμε εξασκηθεί τόσο πολύ να καταπίνουμε την φρίκη, ώστε η ίδια η φρίκη ξεφεύγει της αντίληψής μας.
Σ’ αυτό το νεκροταφείο, οι δράσεις μας ποτέ δεν θα μας αγγίξουν, ποτέ δεν θα γίνουν οι αγωγοί ενός κινήματος, αν παραμένουμε μόνιμα ταμπουρωμένοι κάτω από προδιαγεγραμμένες ταυτοτικές κατηγορίες –η δύναμή μας θα εξαρτάται από τους περιορισμένους χώρους αναγνωρισιμότητας, που παρεμβάλλονται μεταξύ μας. Μ’ αυτήν την έννοια, από κοινωνικής άποψης, είμαστε στα μαχαίρια όλοι μ’ όλους, ο καθένας με τον κάθε άλλο χωριστά: φοιτητές, καθηγητές, υπάλληλοι, κλοσάρ, ακτιβιστές, αστυνομικοί, πρυτάνεις, διευθυντές, γραφειοκράτες, επενδυτές, πολιτικοί. Δηλαδή, μπορεί να είμαστε φοιτητές ή έγχρωμοι φοιτητές ή ομοφυλόφιλοι έγχρωμοι φοιτητές ή καθηγητές ή καθηγητές Φιλοσοφίας ή καθηγητές Έμφυλων και Γυναικείων Σπουδών ή να είμαστε επιστάτες ή ομαδάρχες με βάρδια –ο καθένας με το δικό του γραφείο, μέρος, χρόνο και δεδομένο νόημα. Σχηματίζουμε ομάδες, όμιλους, αδελφότητες, ειδικότητες, τμήματα, σχολές, συνδικάτα, ιδεολογίες, ταυτότητες και υποκουλτούρες –και, δόξα τω Θεώ, η κάθε ομάδα παίρνει το δικό της καθορισμένο χώρο ενταφιασμού. Ποιος άραγε δεν συμμετέχει σ’ αυτό το νεκροταφείο;
Στο πανεπιστήμιο, προσκυνούμε την αξία του διαχωρισμού από τους άλλους, που στην πραγματικότητα αυτή μεταφράζεται στην αξία της επικράτησης πάνω στους άλλους. Ξοδεύουμε χρήματα κι ενέργεια προσπαθώντας να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι είμαστε εξυπνότεροι από τους άλλους. Κατά κάποιο τρόπο, νομίζουμε ότι κατέχουμε μια ιδιαιτερότητα, που σημαίνει πως αξίζουμε περισσότερο από τους άλλους. Μετρούμε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Δεν πρέπει ποτέ να αισθανόμαστε άσχημα που βάζουμε τους άλλους σε μια συγκριτική διάταξη, έτσι; Δεν πρέπει ποτέ να αισθανόμαστε άσχημα, όταν αποφαινόμαστε ποιοι άνθρωποι είναι οι ειδικοί σε κάτι, όταν τους αντιμετωπίζουμε μ’ ένα γραφειοκρατικό τρόπο, όταν τους εξετάζουμε όπως κάνουν οι καθηγητές, όταν παίρνουμε την αξία τους, το κεφάλαιό τους, όπως κάνουν οι επιχειρηματίες. Πρέπει να αισθανόμαστε όμορφα, ικανοποιημένοι, ολοκληρωμένοι. Αυτό είναι το προσωπικό μας θερμό όνειρο για το μέλλον. Παντού και πάντα, ο καθένας έχει το ίδιο όνειρο για την επικράτησή του. Έτσι κι αλλιώς, είμαστε ευφυείς, επιμελείς, νεαροί.Δουλέψαμε σκληρά να φθάσουμε εδώ, το αξίζουμε.
Έχουμε πεισθεί, έχουμε αλλοτριωθεί, έχουμε σπάσει. Γνωρίζουμε τις αξίες τους καλύτερα απ’ αυτούς: η ζωή, η ελευθερία, η επιδίωξη της ευτυχίας. Αυτό το τρίπτυχο των ιερών αξιών φυσικά είναι δικό μας και, σ’ αυτές τις στιγμές που παίζεται το θέατρο –τις στιγμές του αγώνα μεταξύ του πανεπιστήμιου και των φοιτητών του– χρησιμοποιούμε τις δικές τους λέξεις πάνω στο δικό τους παλκοσένικο: Να σώσουμε τη δημόσια εκπαίδευση!
Όταν οι αξίες αυτές παραβιάζονται από τους ίδιους τους θεσμούς, οι οποίοι δημιουργήθηκαν για να τους προστατεύουν, οι μάσκες πέφτουν, το εξαντλημένο σύστημα καταρρέει: αλλά εμείς μιλάμε για αδικία, εμείς είμαστε αγανακτισμένοι. Απαιτούμε δικαιοσύνη απ’ αυτούς και γι’ αυτούς, να τηρήσουν τις αξίες τους. Εκείνο όμως που μαθαίνουμε, κατ’ επανάληψη, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι οι θεσμοί σαν κι αυτούς δεν νοιάζονται για τέτοιες αξίες, ούτε στο παραμικρό. Κι, έτσι, απλώς αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι αυτές οι αξίες δεν είναι πια δικές μας.
Οι αξίες δημιουργούν στον κόσμο αναπαραστάσεις κι ιδανικά (για την υγεία, τη δημοκρατία, την ισότητα, την ευτυχία, την ατομικότητα, την αυτόνομη εξέλιξη, τη δημόσια εκπαίδευση), ενώ, στην πράξη, σημαίνουν αγοροπωλησίες εμπορεύσιμων ταυτότητων, κρατικό μονοπώλιο βίας, επέκταση αγορών και συσσώρευση κεφάλαιου, κυριαρχία ιδιωτικής περιουσίας, επικράτηση αποκλεισμών με βάση τη φυλή, το φύλο, την τάξη, κι εν γένει κάθε μορφή εξουσίασης κι εξευτελισμού. Πουλούν την πράξη μέσα από την εικόνα. Μας διδάσκουν ότι θα ζήσουμε την εικόνα, εφόσον αποδεχθούμε την πράξη.
Σ’ αυτή την κρίση, οι πρυτάνεις κι οι πρόεδροι, οι διευθυντές των οικονομικών υπηρεσιών κι οι χρηματοδότες των εταιριών, οι πολιτικοί κι οι μάνατζερ, όλοι τους θέλουν να μείνουν πιστοί στις αξίες τους και να επωφεληθούν από το πανεπιστήμιο οικονομικά και κοινωνικά –πράγμα που σημαίνει ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει, πρόκειται μόνο για μια κλιμάκωση, για μια πρόκληση. Η πιο πρόσφατη προσπάθειά τους να αναδιοργανώσουν τον πλούτο και το κεφάλαιο ονομάσθηκε κρίση έτσι ώστε να φανούμε περισσότερο πρόθυμοι να αποδεχθούμε τους νέους τους όρους μαζί μ’ όλα όσα ήσαν πάντοτε νεκρά στο πανεπιστήμιο, για να δουν πόσο περισσότερο είμαστε πρόθυμοι να παίξουμε το ρόλο του νεκρού, του ανύπαρκτου, του υπάκουου, του πρόθυμου.
Φυσικά, κάθε θεσμός υποτίθεται ότι λειτουργεί για το καλύτερο συμφέρον μας, έτσι ώστε εμείς να πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να πληρώσουμε, να υπογράψουμε κι άλλα χρεωστικά συμβόλαια, να κρατούμε μια υπάκουη υποτακτική στάση στο πανεπιστήμιο, στα μαθήματα, στα εργαστήρια, στα σεμινάρια, στις εστίες και, τελικά ή ταυτόχρονα, και στους χώρους εργασίας, όπου θα πάμε για να ξεπληρώσουμε όλα αυτά τα χρέη μας. Κάθε φουσκωμένη θεσμική αξία, που λαχταρά να διεισδύσει μέσα στο συναισθηματικό μας κόσμο, κάθε κενή χειρονομία μας, που προσποιητά βγάζει προς τα έξω το άγχος μας κάτω από τέτοιες πιέσεις ή δείχνει τη ψυχραιμία της προσαρμογής μας στην φρίκη τέτοιων αμφίσημων καταστάσεων, κάθε στιγμή της φοιτητικής ζωής, αποτελεί το προϊόν της διαχείρισης της συναίνεσής μας για τον κοινωνικό θάνατο.
Ο κοινωνικός θάνατος είναι η τετριμμένη αποδοχή από μεριάς μας του νοήματος ενός θεσμού, όταν εμείς οι ίδιοι στερούμαστε κάθε νοήματος. Είναι οι τοποθετήσεις, που απλώς υποδυόμαστε ότι έχουμε, χωρίς καμιά περίσκεψη. Είναι η ιδιαίτερη φύση της παραδοχής ότι κάποιοι μας κατέχουν, κατέχουν την ίδια την ύπαρξή μας.
Η κοινωνική ρήξη είναι το αρχικό διαζύγιο μεταξύ των κατεχόντων και των κατεχόμενων.
Τα κοινωνικά κινήματα αποτελούν πολεμικές λειτουργίες. Ο πόλεμος περιλαμβάνει την ικανότητα δημιουργίας ενός νέου πλαίσιου, της δόμησης μιας νέας έντασης μεταξύ των διαπλεκόμενων δρώντων, μιας νέας δυναμικής των αγώνων για το νόημα και την ύλη των πραγμάτων. Όταν κινούμαστε χωρίς επιστροφή προς το κουρασμένο νόημά τους και τα εξαντλημένα σχήματα της ύλης τους, εμπλεκόμαστε μέσα στον πόλεμο.
Είναι Νοέμβρης 2009. Για τον τερματισμό των αξιών του κοινωνικού θάνατου, χρειαζόμαστε ρήξεις κι αυτό-προωθούμενα, αδιαχείριστα κινήματα, που συγκροτούνται από άγρια σώματα. Χρειαζόμαστε, επιθυμούμε τις καταλήψεις. Είμαστε οι ανταγωνιστικοί νεκροί.
Μιλήστε με τους φίλους σας, καταλάβετε αίθουσες, καταλάβετε όσα πιο πολλά απ’ αυτά τα νεκρά κτίρια. Θα βρεθούμε μεταξύ μας.
Η ζωή κι ο θάνατος δεν αποτελούν γνήσιες επιστημονικές έννοιες, αλλά μάλλον πολιτικές έννοιες, οι οποίες σαν τέτοιες αποκτούν μια πολιτική σημασία ακριβώς μόνο μέσα από μια απόφαση.
Τζιόρτζιο Αγκάμπεν [6]
Σημειώσεις
[1] Από τη συνέντευξη του Πρόεδρου του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια Mark Yudof στην εφημερίδα New York Times στις 27 Σεπτέμβρη 2009:http://www.nytimes.com/2009/09/27/magazine/27fob-q4-t.html.
[2] Karl Marx, Das Kapital, Τόμος 1, Κεφάλαιο 10.
[3] Mbembé, J.-Achille, Necropolitics, Public Culture, τόμος 15, αριθμ. 1, Χειμώνας 2003, σελ. 11-40:http://www.scribd.com/doc/16924091/achille-mbembe-necropolitics.
[4] Peace and Conflict Studies, πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια στο Berkeley: http://ls-major.berkeley.edu/pacs.html.
[5] Για τις σχετικές δηλώσεις του Πρύτανη (Chancellor) Robert Birgeneau του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια στο Berkeley, διαβάστε τα άρθρα της εφημερίδας The Daily Californian στις 25 Σεπτέμβρη 2009http://www.dailycal.org/article/106787/crowds_flood_uc_berkeley_in_protestκαι 6 Νοέμβρη 2009 http://blog.dailycal.org/news/tag/chancellor-robert-birgeneau/.
[6] Giorgio Agamben, Homo Sacer, σελ. 164.